χιονοπέδιλο(ν)

χιονοπέδιλο(ν)
το лыжа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χιονοπέδιλο(ν)" в других словарях:

  • χιονοπέδιλο — το, Ν συν. στον πληθ. τα χιονοπέδιλα ζεύγος πεδίλων ειδικών για χιονοδρομίες, κν. σκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. χιονοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χιονοπέδιλο — το πέδιλο κατάλληλο για τις χιονοδρομίες, πέδιλο του σκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»